O Ξέρξης ο ξιφίας γύρισε μια μέρα πολύ στενοχωρημένος από το σχολείο του. Δεν έφαγε τίποτα για μεσημεριανό και κλείστηκε στο
δωμάτιό του. Αυτό ήταν πράγματι παράξενο γι' αυτόν, αφού όλοι γνώριζαν πόσο λιχούδης και γελαστός ήταν.
Η μαμά του, λοιπόν, επειδή κατάλαβε πως κάτι σοβαρό του συμβαίνει, μπήκε σιγά σιγά στο δωμάτιό του και τον βρήκε να κλαίει
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
— Τι έχεις αγοράκι μου; ρώτησε, παίρνοντάς τον αγκαλιά.

— Αχ, μανούλα μου... Όλοι στο σχολείο με κοροϊδεύουν για τη
μεγάλη σουβλερή μου μύτη! Με φωνάζουν μυτόγκα και δε θέλουν να
παίζουν μαζί μου, γιατί φοβούνται, λένε, πως θα τους χτυπήσω...
Ούτε κανείς κάθεται μαζί μου στο ίδιο θρανίο, για να μην του
σκίσω, λένε, την ποδιά... Κι όλο χαζοαστεία κάνουν με την μύτη
μου: Προχτές, ας πούμε, που έβρεχε, ήρθαν όλοι με ένα μανταλάκι
στο χέρι κι όταν τους ρώτησε η δασκάλα μας τι το θέλανε, βάλανε
τα γέλια και της απαντήσανε πως θα κρεμούσαν τα βρεγμένα ρούχα
τους στη μύτη μου να τα στεγνώσουν! Χτες πάλι, όταν στο μάθημα
της ιστορίας ρωτούσε η δασκάλα πώς βυθίστηκε ο Τιτανικός, πετάχτηκε
το μελανούρι και φώναξε περιπαιχτικά: Μήπως περνούσε ο Ξέρξης
από δίπλα του; Κι όλοι σκάσανε στα γέλια!